- τριπενθημιμερής
- -ές, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπενθημιμερέςστιχουργικό είδος, αλλ. τρισύνθετον* («γίνεται δὲ και τριπενθημιμερὲς ἐκ τούτων τὸ καλούμενον Πλατωνικόν», Ηφαιστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + πενθημιμερής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπενθημιμερές — τριπενθημιμερής consisting of three masc/fem voc sg τριπενθημιμερής consisting of three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)